- ἐπαρτής
- ἐπ - αρτής, ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επαρτής — ἐπαρτής, ές (Α) 1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»] … Dictionary of Greek
επάρτης — ο ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ (αίρω < *αργω) + επίθημα της] … Dictionary of Greek
ἐπαρτέα — ἐπαρτής ready equipped neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαρτής ready equipped masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτέας — ἐπαρτής ready equipped masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτέες — ἐπαρτής ready equipped masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρεπάρτης — νεκρεπάρτης, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + επάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»), πρβλ. σταφυλ επάρτης] … Dictionary of Greek
επαρτηΐαν — ἐπαρτηΐαν (Α) [επαρτής] «παρασκευήν» … Dictionary of Greek
μαραβίλια — η ναυτ. όργανο για την ανύψωση βαρών, ο επάρτης, ο ενθέτης … Dictionary of Greek
σταφυλεπάρτης — ὁ, ΜΑ η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek
ἐπαρτέι — ἐπαρτέϊ , ἐπαρτής ready equipped dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτῶν — ἐπαρτάω hang on pres part act masc voc sg ἐπαρτάω hang on pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπαρτάω hang on pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐπαρτάω hang on pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἐπαρτάω hang on pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)